- λεωσφέτερος
- λεωσφέτερος, -ον (Α)συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεωσφέτερον — λεωσφέτερος one of their own people masc/fem acc sg λεωσφέτερος one of their own people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαο- — (AM λαο ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον λαό (λαοκρατία, λαόδικος) ή προς ωφέλεια τού λαού (λαοπόρος) ή αναφέρεται γενικότερα στον λαό (λαογράφος, λαοπλάνος,… … Dictionary of Greek